Το νερό αποτελεί τον παγκόσμιο διαλύτη όπως συνηθίζουμε να λέμε σε όρους Χημείας  και όχι τυχαία. Είναι αυτό που απαιτείται για τη ζωή όλων σχεδόν των οργανισμών στον πλανήτη μας και η συνεχής υποβάθμιση της ποιότητας του, αλλά και η έλλειψή του έχει τραγικές συνέπειες για την ανθρωπότητα και το υπόλοιπο των ζώντων οργανισμών στη Γη. Οι δύο βασικές κατηγορίες νερού που συναντάμε είναι τα «θαλάσσια ύδατα» (sea water) και τα «γλυκά νερά» (fresh water). Ωστόσο, πολύ συχνά συναντάμε και τον όρο «υφάλμυρο νερό».

 

Τα «Θαλάσσια ύδατα» – αποτελούν περίπου το 97.4% του συνολικού νερού της Γης

Το θαλασσινό νερό είναι νερό στο οποίο βρίσκεται διαλυμένη μια ποικιλία στερεών και αερίων. Σε ένα δείγμα 1000 γραμμαρίων θαλασσινού νερού βρίσκονται διαλυμένα 35 γραμμάρια ενώσεων που συνολικά ονομάζονται άλατα. Με άλλα λόγια, το 96.5% είναι νερό και το 3.5% άλατα.

Η συνολική ποσότητα διαλυμένου υλικού ονομάζεται αλατότητα και εκφράζεται ως εκατοστιαία αναλογία σε 1000 γραμμάρια. Οι διαλυμένες ενώσεις μπορεί να είναι ιόντα, διαλυμένα αέρια ή/και τμήματα από οργανισμούς. Η μεγαλύτερη ποσότητα βέβαια αποτελείται από ανόργανες ενώσεις με τη μορφή ιόντων.

Έξι ανόργανα ιόντα αποτελούν το 99.28% του βάρους του στερεού υπολείμματος του θαλασσινού νερού. Αυτά είναι ιόντα χλωρίου (55%), νατρίου (30.6%), θειικά (7.7%), μαγνησίου (3,7%), ασβεστίου (1.2%) και καλίου (1.1%).

Διακυμάνσεις αλατότητας παρατηρούνται σε παράκτιες περιοχές και κατά κανόνα υπάρχει μία διαβάθμιση ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος. Οι περιοχές που βρίσκονται εγγύτερα στον ισημερινό έχουν μεγαλύτερη εξάτμιση υδάτων, λόγω υψηλότερων θερμοκρασιών, γεγονός που προκαλεί αύξηση της αλατότητας. Αντίθετα, περιοχές που αποκλίνουν από τον ισημερινό έχουν μικρότερη θερμοκρασία, άρα μικρότερη εξάτμιση και επομένως χαμηλότερη αλατότητα. Εξαίρεση αποτελούν περιοχές που βρίσκονται πολύ κοντά στον ισημερινό και παρουσιάζουν αυξημένες βροχοπτώσεις, άρα και χαμηλή αλατότητα λόγω του βρόχινου νερού. Το ίδιο γεγονός της χαμηλής αλατότητας, παρατηρείται και σε περιοχές όπου εκβάλλουν μεγάλοι ποταμοί.

Τα «Γλυκά νερά» – αποτελούν μόλις το 2.6% του συνολικού νερού της Γης

Τα «γλυκά νερά» αποτελούν ένα πεπερασμένο πόρο ο οποίος δεν μπορεί να αυξηθεί παρά μόνο ελάχιστα. Παρά το γεγονός ότι το 71% της επιφάνειας της Γης καλύπτεται από νερό, στις «αποθήκες» γλυκών υδάτων αντιστοιχεί μόλις το 2.6% του συνολικού νερού της Γης.

Αυτό μοιράζεται σε ταμιευτήρες όπως:

  • Λίμνες, ποτάμια και χείμαρροι
  • Πολικούς πάγους
  • Υπόγεια γλυκά νερά
  • Εδαφική και υπεδαφική υγρασία
  • Ατμοσφαιρική υγρασία

Τα παραπάνω λοιπόν αποτελούν το σύνολο του γλυκού νερού που υπάρχει στη Γη.

Από το σύνολο των γλυκών υδάτων, το 98% έχει μορφή πάγου ή υπόγειου νερού, και μόνο το 2% καταλαμβάνει την επιφάνεια της Γης με τη μορφή ποταμών, λιμνών και άλλων ταμιευτήρων. Σε αυτό το μικρό ποσοστό στηρίζεται όλη η άγρια ζωή για να επιβιώσει καθώς και εμείς για ύδρευση, ενέργεια και πολλές άλλες δραστηριότητες για τις οποίες είναι αναγκαίο.

Ήδη σε πολλές περιοχές του πλανήτη σημειώνεται σοβαρή έλλειψη ενώ σε άλλες έχει μολυνθεί τόσο πολύ από τις ανθρώπινες δραστηριότητες που πλέον είναι ακατάλληλο για κάθε χρήση.

Το «Υφάλμυρο νερό»

Το υφάλμυρο νερό είναι το αποτέλεσμα της ανάμειξης γλυκού νερού με θαλασσινό, και παρατηρείται σε ημίκλειστους κόλπους, όπου συνήθως κάποιο ποτάμι εκβάλλει στην θάλασσα.

Τα υφάλμυρα οικοσυστήματα μπορεί να είναι στόμια ποταμών, κλειστοί κόλποι και παράκτια έλη. Παρουσιάζουν πολύ μεγάλη παραγωγικότητα, δηλαδή είναι πλούσια σε θρεπτικά συστατικά και οξυγόνο, τα οποία προκαλούν τεράστια ανάπτυξη φυτικών μικροοργανισμών.
Αυτοί με τη σειρά τους τροφοδοτούν την ανάπτυξη ζωικών μικροοργανισμών και ως συνέπεια ενισχύονται όλα τα επίπεδα της τροφικής αλυσίδας.

Ένα εξαιρετικά σημαντικό χαρακτηριστικό αυτών των περιοχών είναι το γεγονός πως οι περιβαλλοντικές συνθήκες είναι συνεχώς μεταβαλλόμενες.

Η παλίρροια επιδρά καθοριστικά σε αυτό. Όταν η στάθμη της θάλασσας κατεβαίνει, το περισσότερο εισερχόμενο νερό είναι γλυκό και συνεπώς η αλατότητα πέφτει, ενώ όταν η στάθμη ανεβαίνει το περισσότερο είναι θαλασσινό, με αποτέλεσμα η αλατότητα να ανεβαίνει. Η ανάμειξη μπορεί να είναι ατελής με αποτέλεσμα η θερμοκρασία και η αλατότητα να αλλάζουν πολύ από θέση σε θέση. Για αυτό τα υφάλμυρα οικοσυστήματα είναι πολυποίκιλα και μόνο καλά προσαρμοσμένοι οργανισμοί σε τέτοιου τύπου διακυμάνσεις μπορούν να επιβιώσουν.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *